σκιατραφία

σκιατραφία
σκῐᾱτρᾰφ-ία, ,
A a being brought up in the shade, sedentary, effeminate life, Plu.Aem.31: pl., effeminate habits, Id.2.209c, D.S.20.62:

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκιατραφίᾳ — σκιᾱτραφίαι , σκιατραφία a being brought up in the shade fem nom/voc pl σκιᾱτραφίᾱͅ , σκιατραφία a being brought up in the shade fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιατραφία — και σκιατροφία και σκιοτροφία, ἡ, Α [σκιατραφής / σκιατροφῶ] 1. το να κάνει κανείς καθιστική ζωή 2. συνεκδ. μαλθακότητα 3. στον πληθ. αἱ σκιατραφίαι θηλυπρεπείς συνήθειες («τῆς μὲν πολιτικῆς ἐν ἀνέσει καὶ σκιατραφίᾳ γεγενημένης», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

  • σκιατραφίας — σκιᾱτραφίᾱς , σκιατραφία a being brought up in the shade fem acc pl σκιᾱτραφίᾱς , σκιατραφία a being brought up in the shade fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιατροφία — ἡ, Α βλ. σκιατραφία …   Dictionary of Greek

  • σκιατραφίαν — σκιᾱτραφίᾱν , σκιατραφία a being brought up in the shade fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”